- ἀναφοράν
- ἀναφορά̱ν , ἀναφοράcoming upfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δημοψήφισμα — Όρος που υποδηλώνει δύο αρκετά διαφορετικές έννοιες. Σύμφωνα με την πρώτη, δ. είναι ο θεσμός με τον οποίο το εκλογικό σώμα καλείται να αποφασίσει, με άμεσο τρόπο, για τη χρησιμότητα ορισμένων νομοθετικών ή συνταγματικών πράξεων. Όπως προκύπτει… … Dictionary of Greek
ολοκαύτωμα — το (Α ολοκαύτωμα) [ολοκαυτώ (II)] νεοελλ. 1. καθετί που καταστρέφεται ολοκληρωτικά από τη φωτιά 2. μτφ. ολοκληρωτική και οδυνηρή θυσία, ιδίως για ένα ιδανικό («το ολοκαύτωμα τού Αρκαδίου») αρχ. προσφερόμενο θύμα το οποίο καίγεται ολόκληρο πάνω… … Dictionary of Greek
τοπικός — ή, ό / τοπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόπος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ δυναστεία», πάπ. γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.) 2. αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα … Dictionary of Greek
АНАФОРА — [греч. ἀναφορά возношение], евхаристическая молитва. Термином «А.» в литургике и в богослужебной практике большинства христ. Церквей (напр., в чине литургии визант. обряда: « … Православная энциклопедия
ДИАЛОГИ ЛИТУРГИЧЕСКИЕ — части богослужения, построенные в форме диалога между предстоятелем (епископом или священником), сослужащими, диаконом, народом. Простейшей и наиболее частой формой Д. л. являются такие сочетания литургических аккламаций, как: (см. ст. «Господи,… … Православная энциклопедия